προχώρεμα — το, ατος το να προχωρεί κανείς, η πρόοδος, η εξέλιξη (για καλό και για κακό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προχώρημα — το, ΝΑ, και προχώρεμα Ν [προχωρῶ] περίττωμα, αποπάτημα … Dictionary of Greek